- αποκάμνω
- (AM ἀποκάμνω)καταπονούμαι από μια εργασία ή ενέργεια, εξαντλούμαιμσν.- νεοελλ.1. (για καρποφόρα δέντρα) παύω να καρποφορώ2. πεθαίνω3. τελειώνω εντελώς, συμπληρώνω κάτι4. αποφασίζω κάτι για κάποιον και το εκτελώνεοελλ.1. παύω να υπάρχω, τελειώνω (ιδίως για καρπούς στο τέλος της εποχής τους)2. κάνω κάτι ως επακολούθημα, ως τέλος μιας ενέργειας («τί απόκανες με τα συμβόλαια;»)μσν.1. καταπονώ, εξαντλώ2. σκοτώνωαρχ.1. σταματώ να κάνω κάτι γιατί κουράστηκα υπερβολικά2. διστάζω να κάνω κάτι3. αποφεύγω να κάνει κάτι.
Dictionary of Greek. 2013.