αποκάμνω

αποκάμνω
(AM ἀποκάμνω)
καταπονούμαι από μια εργασία ή ενέργεια, εξαντλούμαι
μσν.- νεοελλ.
1. (για καρποφόρα δέντρα) παύω να καρποφορώ
2. πεθαίνω
3. τελειώνω εντελώς, συμπληρώνω κάτι
4. αποφασίζω κάτι για κάποιον και το εκτελώ
νεοελλ.
1. παύω να υπάρχω, τελειώνω (ιδίως για καρπούς στο τέλος της εποχής τους)
2. κάνω κάτι ως επακολούθημα, ως τέλος μιας ενέργειας («τί απόκανες με τα συμβόλαια;»)
μσν.
1. καταπονώ, εξαντλώ
2. σκοτώνω
αρχ.
1. σταματώ να κάνω κάτι γιατί κουράστηκα υπερβολικά
2. διστάζω να κάνω κάτι
3. αποφεύγω να κάνει κάτι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἀποκάμνω — grow quite weary pres subj act 1st sg ἀποκάμνω grow quite weary pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκάμνετε — ἀποκάμνω grow quite weary pres imperat act 2nd pl ἀποκάμνω grow quite weary pres ind act 2nd pl ἀποκάμνω grow quite weary imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκάμνῃ — ἀποκάμνω grow quite weary pres subj mp 2nd sg ἀποκάμνω grow quite weary pres ind mp 2nd sg ἀποκάμνω grow quite weary pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκαμνόντων — ἀποκάμνω grow quite weary pres part act masc/neut gen pl ἀποκάμνω grow quite weary pres imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκαμόν — ἀποκάμνω grow quite weary aor part act masc voc sg ἀποκάμνω grow quite weary aor part act neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκαμόντα — ἀποκάμνω grow quite weary aor part act neut nom/voc/acc pl ἀποκάμνω grow quite weary aor part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκαμόντων — ἀποκάμνω grow quite weary aor part act masc/neut gen pl ἀποκάμνω grow quite weary aor imperat act 3rd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκάμνει — ἀποκάμνω grow quite weary pres ind mp 2nd sg ἀποκάμνω grow quite weary pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκάμνομεν — ἀποκάμνω grow quite weary pres ind act 1st pl ἀποκάμνω grow quite weary imperf ind act 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀποκάμνοντα — ἀποκάμνω grow quite weary pres part act neut nom/voc/acc pl ἀποκάμνω grow quite weary pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”